- αρκετός
- -ή, -όεπίρρ. -ά επαρκής, ικανός, όσος χρειάζεται: Τον έχω συναντήσει αρκετές φορές. – Αρκετά δούλεψες, κάτσε τώρα να ξεκουραστείς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀρκετός — sufficient masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκετός — ή, ό (Α ἀρκετός, ή, όν) [αρκώ] ο επαρκής, ο ικανοποιητικός νεοελλ. (με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία») αρχ. το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια … Dictionary of Greek
ἀρκετά — ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc pl ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc/acc dual ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετῶν — ἀρκετός sufficient fem gen pl ἀρκετός sufficient masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετόν — ἀρκετός sufficient masc acc sg ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκεταί — ἀρκετός sufficient fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετοῖς — ἀρκετός sufficient masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετοί — ἀρκετός sufficient masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετούς — ἀρκετός sufficient masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετή — ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)